- Ψαῦμις
- Ψαῡμις (-ιος gen., -ι voc.: cf. P. Oxy., 222. 2. 22, σαμιου καμ[αριναίου: eine Hellenisierung des barbarischen sikelischen Namens, Wil.) son of Akron, of Kamarina in Sicily, victor in the Olympian mule race 452 B. C. Ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων (sc. κῶμος?),1
ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι, κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11
ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3
υἱῶν, Ψαῦμι, παρισταμένων O. 5.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.